ράμνος

ράμνος
ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ
(σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία είναι γνωστά στην Ελλάδα με τις κοινές, σήμερα, ονομασίες τα εξής: λιβαδόραμνος, βουρβουλιά, λευκαγκαθιά, κιτρινόξυλο, λατσιχεριά, πετραγκαθιά, βουνόραμνος, ράμνος τού Παρνασού, μαυραγκαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥάμνος (πιθ. < *ῥάβνος) έχει, κατά μια άποψη, σχηματιστεί από το θ. ῥαδ- τής λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος) με επίθημα -νος ίσως κατ' αναλογία προς το θάμ-νος. Είναι, όμως, πιθανό να πρόκειται για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhamnus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ράμνος — ράμνος, ο και ράμνο, το φυτό της οικογένειας των ραμνοειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥάμνος — prickly shrubs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμνοι — ῥάμνος prickly shrubs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμνον — ῥάμνος prickly shrubs masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμνου — ῥάμνος prickly shrubs masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμνους — ῥάμνος prickly shrubs masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμνων — ῥάμνος prickly shrubs masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥάμνῳ — ῥάμνος prickly shrubs masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • раменье — густой лес; лес, примыкающий к полям , рамень ж. – то же, рама окраинная область , др. русск. рама граница, пашня, примыкающая к лесу , рамениɪе лес по краю пашни, опушка леса , рамьнъ сильный, огромный . Вероятно, связано с рамяный (см.).… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • u̯er-3: B. u̯er-b- and u̯er-bh- (*su̯erkʷ-) —     u̯er 3: B. u̯er b and u̯er bh (*su̯erkʷ )     English meaning: to turn, bend     Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”     Material: Gk. ῥάμνος “a kind of briar, Rhamnus paliurus L.” (*ῥαβ νος, *u̯r̥b nos), ῥάβδος “rod, Gerte, staff”, Eol.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”